χρωματοσωματικός

χρωματοσωματικός
και χρωμοσωμικός, -ή, -ό, Ν [χρωματόσωμα /χρωμόσωμα]
1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρωματόσωμα
2. φρ. «χρωματοσωματικό φύλο»
βιολ. βλ. φύλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”